provide for



WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
provide for [sb/sth] vtr phrasal insep (support financially)φροντίζω ρ μ
  στηρίζω οικονομικά ρ μ + επίρ
 He had a family to provide for, and couldn't waste money.
 Είχε μια οικογένεια να φροντίσει και δεν μπορούσε να σπαταλάει χρήματα.
provide for [sth] vtr phrasal insep (make arrangements)προβλέπω ρ μ
  (για κάτι)προετοιμάζομαι ρ αμ
 We need to provide for any problems that might arise.
 Πρέπει να προβλέψουμε κάθε πιθανό πρόβλημα που ενδέχεται να προκύψει.
 Πρέπει να προετοιμαστούμε για κάθε πιθανό πρόβλημα που ενδέχεται να προκύψει.
provide for [sth] vtr phrasal insep formal (treaty, contract: stipulate)ορίζω ρ μ
  προβλέπω ρ μ
 This contract provides for the payment of sick pay.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
provide money for [sth/sb] v expr (support financially) (χρήματα για κτ)δίνω, παρέχω, προσφέρω ρ μ
  (κάποιον)στηρίζω οικονομικά ρ μ + επίρ
 My parents provided money for my studies abroad.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'provide for' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση provide for στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «provide for».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!