producing



From the verb produce: (⇒ conjugate)
producing is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage
Σε αυτή τη σελίδα: producing, produce

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
producing adj (that produces)που παράγει περίφρ
  (γενική)παραγωγής ουσ ως επίθ
  -παραγωγικός β' συνθετικό
 Fruit producing trees need to be protected from spring frosts.
producing adj (that manufactures)παραγωγικός επίθ
  (γενική)παραγωγής ουσ ως επίθ
 The typewriter producing company went out of business when PCs were invented.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
produce [sth] vtr (manufacture)παράγω ρ μ
  (βιομηχανική παραγωγή)κατασκευάζω ρ μ
 That plant produces tractors.
 Το εργοστάσιο κατασκευάζει (or: παράγει) τρακτέρ.
produce [sth] vtr (cause)δημιουργώ, προκαλώ ρ μ
 The bad policy produced many problems for the government.
 Η λάθος πολιτική δημιούργησε πολλά προβλήματα στην κυβέρνηση.
produce [sth] vtr (yield)παράγω ρ μ
  αποφέρω ρ μ
 This land produces a ton of corn for every hectare.
 Αυτή η γη παράγει έναν τόνο καλαμπόκι ανά εκτάριο.
produce [sth] vtr (cinema, theatre)είμαι παραγωγός ρ έκφρ
  (θέατρο)ανεβάζω ρ μ
 After making a fortune as an actor, he then started producing movies.
 Αφού έκανε περιουσία ως ηθοποιός, άρχισε να είναι παραγωγός σε ταινίες.
produce [sth] vtr (music: arrange)κάνω την παραγωγή περίφρ
 How many Beatles albums were produced by George Martin?
 Σε πόσα άλμπουμ τον Μπίτλς έκανε την παραγωγή ο Τζόρτζ Μάρτιν;
produce [sth] vtr (show, bring out) (παρουσιάζω)επιδεικνύω ρ μ
  δείχνω ρ μ
  (εμφανίζω)βγάζω ρ μ
 He produced his passport for inspection.
 Έδειξε το διαβατήριό του για έλεγχο.
produce n (agricultural products)αγροτικό προϊόν επίθ + ουσ ουδ
  φρούτα και λαχανικά περίφρ
 The produce is cheaper at the Korean market, especially the avocados.
 Τα αγροτικά προϊόντα είναι φτηνότερα στην Κορεατική αγορά, ειδικά τα αβοκάντο.
produce n (yield, product)παραγωγή ουσ θηλ
 The produce from that factory is excellent.
 Η παραγωγή από εκείνο το εργοστάσιο είναι άψογη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
produce [sth] vtr (give birth, bear)γεννάω, γεννώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)κάνω ρ μ
 The hog produced three offspring.
produce [sth] vtr (finance: cause to accrue)αποφέρω ρ μ
 Equities are producing high dividends.
produce [sth] vtr (geometry: extend)προεκτείνω ρ μ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
produce | producing
ΑγγλικάΕλληνικά
mass-produce [sth] vtr (manufacture in large amounts)παράγω κτ μαζικά ρ μ + επίρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'producing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση producing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «producing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!