possess

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/pəˈzɛs/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/pəˈzɛs/ ,USA pronunciation: respelling(pə zes)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
possess [sth] vtr (own)έχω ρ μ
  (επίσημο)κατέχω ρ μ
  έχω κτ στην κατοχή μου έκφρ
 Jane is carrying everything she possesses in the bag on her back.
 Η Τζέιν κουβαλά ό,τι έχει στην τσάντα στην πλάτη της.
possess [sth] vtr (have as a feature)έχω ρ μ
  (επίσημο)διαθέτω, φέρω ρ μ
 The house possesses many character features, such as original fireplaces.
 Το σπίτι έχει πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όπως πρωτότυπα τζάκια.
possess [sth] vtr (have mastery of)έχω ρ μ
  κατέχω ρ μ
  (με διαδικασία)κατακτώ ρ μ
 Ray possesses a wealth of knowledge on French Existentialism.
 Ο Ρέι έχει απίστευτες γνώσεις για τον γαλλικό Υπαρξισμό.
possess [sb] vtr (demon, spirit: inhabit)καταλαμβάνω, κυριεύω ρ μ
 In the Middle Ages, it was often thought that demons were possessing people who were actually suffering from mental illnesses.
 Τον Μεσαίωνα, συχνά πίστευαν πως τους ανθρώπους που στην πραγματικότητα υπέφεραν από νοητικές ασθένειες τους είχαν κυριεύσει δαίμονες.
possess [sb] vtr (emotion: take control of) (μεταφορικά)κυριεύω ρ μ
 A cold fury possessed Martha.
 Μια έντονη οργή κυρίευσε τη Μάρθα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
possess [sb] vtr usually passive (influence, make) (καθομιλουμένη)πιάνω ρ μ
  (καθομιλουμένη)έρχομαι σε κπ ρ αμ + πρόθ
 What on earth possessed you to make all this mess?
 Τι σ' έπιασε κι έκανες όλο αυτό το χάλι;
 Πώς σου 'ρθε να κάνεις όλο αυτό το χάλι;
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'possess' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: (do not) possess a [house, car, television, fortune], possess [talent, wit, intelligence, a sense of humor], possess [great, a lot of] [talent], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση possess στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «possess».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!