Ο όρος 'plait' παραπέμπει στον όρο 'braid'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'plait' is cross-referenced with 'braid'. It is in one or more of the lines below.
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
braid (US), plait (UK) n | (woven hairstyle) | πλεξίδα, πλεξούδα ουσ θηλ |
| Melissa wears her hair in a thick braid. |
| Η Μελίσσα έχει τα μαλλιά της πιασμένα σε χοντρή πλεξούδα. |
braids (US), plaits (UK) npl | (hairstyle: interwoven strands) | πλεξίδα, πλεξούδα ουσ θηλ |
| Laura wore her hair in braids when she was a little girl. |
| A Hollywood star made braids popular for young women again. |
| Η Λώρα είχε τα μαλλιά της πιασμένα πλεξούδα όταν ήταν μικρή. // Μια σταρ του Χόλυγουντ ξαναέκανε τις πλεξούδες δημοφιλείς για τις νεαρές γυναίκες. |
braid n | (plaited cord or rope) | πλεξίδα, πλεξούδα ουσ θηλ |
| The rope is a four-strand braid. |
| Το σχοινί είναι μια πλεξούδα από τέσσερις τούφες. |
braid n | uncountable (decorative band) | πλεκτό κορδόνι επίθ + ουσ ουδ |
| The queen's silk dress was trimmed in gold braid. |
| Το μεταξωτό φόρεμα της βασίλισσας είχε χρυσό πλεκτό κορδόνι στην άκρη. |
braid [sth] (US), plait (UK)⇒ vtr | (hair: put into plaits) | κάνω πλεξίδες, κάνω πλεξούδες περίφρ |
| (τα μαλλιά) | πλέκω ρ μ |
| Maisy braids her hair before she jogs to keep it out of her face. |
| Η Μέιζι πλέκει τα μαλλιά της σε πλεξούδες πριν πάει για τρέξιμο για να μην πέφτουν στο πρόσωπό της. |
braid, also UK: plait vtr | (weave: a cord, rope) | πλέκω ρ μ |
| The sailors braided the rope together. |
| Οι ναύτες έπλεξαν το σχοινί. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: