WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| placement n | (positioning, arrangement) | τοποθέτηση ουσ θηλ |
| | (το σημείο) | θέση ουσ θηλ |
| | She demonstrated the correct placement of cutlery for a three-course meal. |
| | Έδειξε τη σωστή θέση των μαχαιροπήρουνων για ένα γεύμα τριών πιάτων. |
| | Έδειξε τη σωστή θέση των μαχαιροπήρουνων για ένα γεύμα τριών πιάτων. |
| placement n | (of child: in new home) | τοποθέτηση ουσ θηλ |
| | Placements with foster parents are normally temporary. |
| | Οι τοποθετήσεις σε ανάδοχους γονείς είναι συνήθως προσωρινές. |
| placement n | (of child: in school) (σε σχολείο, σε τμήμα) | θέση ουσ θηλ |
| | Simon and Felicity are disappointed because their son didn't get the placement they wanted. |
| | Ο Σάιμον και η Φελίσιτι είναι απογοητευμένοι γιατί ο γιος τους δεν πήρε τη θέση που ήθελαν. |
| placement n | (act of filling a position) | πρόσληψη ουσ θηλ |
| | (κάποιου σε θέση εργασίας) | τοποθέτηση ουσ θηλ |
| | (θέσης εργασίας) | συμπλήρωση, κάλυψη ουσ θηλ |
| | The agency has made a number of placements this week. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
job placement, placement n | (work experience) (συνήθως προσωρινή) | θέση εργασίας φρ ως ουσ θηλ |
| | (ως μαθητευόμενος) | πρακτική άσκηση επίθ + ουσ θηλ |
| | | πρακτική επίθ ως ουσ θηλ |
| | Gerard is looking for a job placement in the television industry. |
job placement, placement n | (allocating [sb] to work) | εύρεση εργασίας φρ ως ουσ θηλ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: