placement

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpleɪsmənt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈpleɪsmənt/ ,USA pronunciation: respelling(plāsmənt)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: placement, job placement

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
placement n (positioning, arrangement)τοποθέτηση ουσ θηλ
  (το σημείο)θέση ουσ θηλ
 She demonstrated the correct placement of cutlery for a three-course meal.
 Έδειξε τη σωστή θέση των μαχαιροπήρουνων για ένα γεύμα τριών πιάτων.
 Έδειξε τη σωστή θέση των μαχαιροπήρουνων για ένα γεύμα τριών πιάτων.
placement n (of child: in new home)τοποθέτηση ουσ θηλ
 Placements with foster parents are normally temporary.
 Οι τοποθετήσεις σε ανάδοχους γονείς είναι συνήθως προσωρινές.
placement n (of child: in school) (σε σχολείο, σε τμήμα)θέση ουσ θηλ
 Simon and Felicity are disappointed because their son didn't get the placement they wanted.
 Ο Σάιμον και η Φελίσιτι είναι απογοητευμένοι γιατί ο γιος τους δεν πήρε τη θέση που ήθελαν.
placement n (act of filling a position)πρόσληψη ουσ θηλ
  (κάποιου σε θέση εργασίας)τοποθέτηση ουσ θηλ
  (θέσης εργασίας)συμπλήρωση, κάλυψη ουσ θηλ
 The agency has made a number of placements this week.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
job placement,
placement
n
(work experience) (συνήθως προσωρινή)θέση εργασίας φρ ως ουσ θηλ
  (ως μαθητευόμενος)πρακτική άσκηση επίθ + ουσ θηλ
  πρακτική επίθ ως ουσ θηλ
 Gerard is looking for a job placement in the television industry.
job placement,
placement
n
(allocating [sb] to work)εύρεση εργασίας φρ ως ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
placement | job placement
ΑγγλικάΕλληνικά
placement examination,
placement exam,
placement test
n
(assessment test)εξέταση αξιολόγησης ουσ θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 Many schools require a placement examination in order to decide which program is best for the student.
 Πολλά σχολεία ζητούν μια εξέταση αξιολόγησης, για να αποφασίσουν ποιο πρόγραμμα είναι το καλύτερο για το μαθητή.
placement officer n (student work placement advisor)υπεύθυνος εύρεσης εργασίας, υπεύθυνη εύρεσης εργασίας φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
placement test n (assessment exam)εξέταση αξιολόγησης ουσ θηλ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 We give all incoming freshmen a placement test to see what level math they should start at.
product placement n (advertising within TV, film)τοποθέτηση προϊόντος φρ ως ουσ θηλ
 The product placement in this movie is very conspicuous; the characters are swigging a famous brand of cola in every scene.
school placement n (allocation of a place at a school) (σε τάξη, τμήμα, σχολείο)τοποθέτηση δασκάλου περίφρ
school placement n (teacher training: work done in a school)πρακτική ουσ θηλ
  (κατά λέξη)πρακτική σε σχολείο φρ ως ουσ θηλ
work placement n UK (temporary job, internship)εργασιακή εμπειρία ουσ θηλ
 I applied for a work placement during the holidays.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'placement' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: [take, pass] the placement exams, a placement [service, agency], advanced placement [courses, classes, exams], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση placement στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «placement».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!