perquisite

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpɜːrkwɪzɪt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈpɝkwəzɪt/ ,USA pronunciation: respelling(pûrkwə zit)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
perquisite n formal (benefit: of a job, etc.) (ως απόρροια θέσης)προνόμιο ουσ ουδ
  (καθομιλουμένη, μτφ)τυχερά επίθ ως ουσ ουδ πλ
 That is just one of the many perquisites of this job.
 Αυτό είναι ένα μόνο από τα προνόμια της δουλειάς αυτής.
 Αυτό είναι ένα μόνο από τα τυχερά της δουλειάς αυτής.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'perquisite' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση perquisite στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «perquisite».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!