persecution

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌpɜːrsɪˈkjuːʃən/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ˌpɝsɪˈkjuʃən/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(pûr′si kyo̅o̅shən)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
persecution n (individual: harassment)παρενόχληση ουσ θηλ
 Will his persecution of me never come to an end?
 Δε θα λάβει ποτέ τέλος η παρενόχλησή μου;
persecution n (peoples: oppression)δίωξη ουσ θηλ
  (λαών)κατατρεγμός ουσ αρσ
 Immigrants are frequent targets of persecution.
 Οι μετανάστες συχνά υφίστανται διώξεις.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'persecution' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση persecution στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «persecution».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!