Ο όρος 'perk' παραπέμπει στον όρο 'perquisite'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'perk' is cross-referenced with 'perquisite'. It is in one or more of the lines below.
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
perk n | colloquial (perquisite: benefit of a job) | καλό, θετικό επίθ ως ουσ ουδ |
| | προνόμιο ουσ ουδ |
| (καθομ, μτφ, συνήθως πληθυντικός) | τυχερό επίθ ως ουσ ουδ |
| (καθομ: κάτι επιπλέον) | εξτραδάκι, καλούδι ουσ ουδ |
| Peter's salary isn't very high, but his job comes with great perks like health insurance and a staff discount. |
| Ο μισθός του Πίτερ δεν είναι πολύ υψηλός, αλλά η δουλειά του έχει πολλά προνόμια όπως ασφάλεια υγείας και έκπτωση για το προσωπικό. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
perquisite n | formal (benefit: of a job, etc.) (ως απόρροια θέσης) | προνόμιο ουσ ουδ |
| (καθομιλουμένη, μτφ) | τυχερά επίθ ως ουσ ουδ πλ |
| That is just one of the many perquisites of this job. |
| Αυτό είναι ένα μόνο από τα προνόμια της δουλειάς αυτής. |
| Αυτό είναι ένα μόνο από τα τυχερά της δουλειάς αυτής. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Phrasal verbs perk | perquisite |
perk up vi phrasal | informal (become more alert, lively) (μεταφορικά) | ζωντανεύω, ζωηρεύω ρ αμ |
| Lucy perked up after drinking a cup of coffee. |
| Η Λούσι ζωντάνεψε αφού ήπιε μια κούπα καφέ. |
perk [sb] up vtr phrasal sep | informal (enliven, cheer) (μεταφορικά) | ζωντανεύω, ζωηρεύω ρ μ |
| When I'm feeling sad, a pretty song always perks me up. |
| Όταν νιώθω λυπημένος ένα ωραίο τραγούδι πάντα με ζωντανεύει. |
perk up vi phrasal | (rise quickly) | σηκώνομαι γρήγορα ρ αμ + επίρ |
| | ανεβαίνω γρήγορα ρ αμ + επίρ |
| (μεταφορικά, καθομ) | πετάγομαι πάνω ρ αμ + επίρ |
| The dog's head perked up. |
| Το κεφάλι του σκύλου σηκώθηκε γρήγορα. |
perk [sth] up vtr phrasal sep | (cause to rise quickly) | σηκώνω γρήγορα ρ μ + επίρ |
| | ανεβάζω γρήγορα ρ μ + επίρ |
| The dog perked its head up. |
| Ο σκύλος σήκωσε γρήγορα τα κεφάλι του. |