peer

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈpɪər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/pɪr/ ,USA pronunciation: respelling(pēr)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
peer n (friend, colleague, etc.)όμοιος επίθ ως ουσ
  (επίσημο: ίδιος βαθμός)ομότιμος επίθ
  (ίδια δουλειά)συνάδελφος ουσ αρσ/θηλ
  (ίδια ηλικία)συνομήλικος, συνομήλικη ουσ αρσ, ουσ θηλ
 His peers voted him best actor.
 Οι συνάδελφοί του τον ψήφισαν ως τον καλύτερο ηθοποιό.
peer n UK (member of British nobility)αριστοκράτης, αριστοκράτισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
  ευγενής ουσ αρσ/θηλ
  ευπατρίδης ουσ αρσ
 Lord Mountbatten was a Peer of the British Realm.
 O Λόρδος Μαουντμπάττεν ήταν ένας ευγενής του Βρετανικού Βασιλείου.
peer vi (look)κοιτάζω προσεκτικά ρ αμ + επίρ
  (πιο γενικά, λιγότερη ακρίβεια)κοιτάζω ρ αμ
 If you peer closely, you can see the wind blowing the grass about.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
peer n (jury member)μη διαθέσιμη μετάφραση
 An accused person is entitled to be tried before a jury of his or her peers in some countries.
peer n (computing: computer in network)peer ουσ αρσ άκλ
  υπολογιστής peer φρ ως ουσ αρσ
 This network enables peers to share files and tasks.
peer vi (peep out)κρυφοκοιτάζω, κρυφοκοιτώ ρ αμ
 A frightened child in the cinema will sometimes peer between her fingers at the screen.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
peer at vtr phrasal insep (look curiously at)περιεργάζομαι ρ μ
  κοιτώ εξεταστικά, κοιτώ προσεκτικά ρ μ + επίρ
  (με απορία)κοιτώ καλά καλά έκφρ
 Ana peered at her phone but couldn't read the number.
peer into vtr phrasal insep (look curiously into)παρατηρώ, επεξεργάζομαι, περιεργάζομαι ρ μ
 If you peer into the cave you can just about see the bear.
peer out vi phrasal (peek from inside or indoors)κοιτάζω από μέσα περίφρ
 The front door was opened by a young woman; two small children peered out from behind her legs.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
life peer n UK (nonhereditary peer)ισόβιος ευγενής επίθ + ουσ ουδ
  ευγενής του οποίου ο τίτλος δεν κληρονομείται περίφρ
peer coach n ([sb]: trains colleague)εκπαιδευτής, εκπαιδεύτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (κατά λέξη)εκπαιδευτής μεταξύ ομοτίμων περίφρ
peer coaching n (training a colleague)μάθηση από ομοτίμους φρ ως ουσ θηλ
peer conferencing n (review of colleagues' work)αξιολόγηση από ομοτίμους φρ ως ουσ θηλ
peer educator n ([sb] who trains a fellow student)εκπαιδευτής, εκπαιδεύτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (κατά λέξη)εκπαιδευτής μεταξύ ομοτίμων περίφρ
peer group n (contemporaries or colleagues)ομάδα συνομηλίκων ουσ θηλ
 I was the only one of my peer group to go to university.
peer pressure n (feeling of needing to conform)κοινωνική πίεση περίφρ
  πίεση των συνομηλίκων περίφρ
 Teenagers find it hard to resist peer pressure.
 Οι έφηβοι το βρίσκουν δύσκολο να αντισταθούν στην κοινωνική πίεση.
peer relations npl (social interaction within a group)σχέσεις μεταξύ ομοτίμων περίφρ
peer review n (assessment by one's colleagues)αξιολόγηση από ομότιμους φρ ως ουσ θηλ
  ομότιμη αναθεώρηση επίθ + ουσ θηλ
 I completed a peer review of my co-worker's performance.
peer support n (help of colleagues, friends)αμοιβαιότητα, αλληλοϋποστήριξη ουσ θηλ
  (επίσημο)στήριξη ομοτίμων φρ ως ουσ θηλ
peer-to-peer adj (computing: capable of direct sharing)peer-to-peer επίθ άκλ
 This application uses a peer-to-peer network.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'peer' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: peered at her, [academic, professional, legal] peers, peer [review, support, education], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση peer στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «peer».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!