overt

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciationsʊˈvɜːrt/, /ˈəʊvɜːrt/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/oʊˈvɝt, ˈoʊvɝt/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(ō vûrt, ōvûrt)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
overt adj (not concealed)φανερός, ολοφάνερος, εμφανής επίθ
  απροκάλυπτος επίθ
 Alex gave Nathan a look of overt dislike.
 Ο Άλεξ έριξε στον Νέιθαν ένα βλέμμα φανερής αντιπάθειας.
 Ο Άλεξ έριξε στον Νέιθαν ένα βλέμμα απροκάλυπτης αντιπάθειας.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Συμφράσεις: overt [racism, discrimination, fraud], a look of overt [hatred, disapproval, hostility], has an overt [hatred] (of), περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση overt στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «overt».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!