WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| overthrown adj | (removed from power) | έκπτωτος επίθ |
| | The overthrown dictator was sentenced to death. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| overthrow [sb]⇒ vtr | (leader: remove from power) (ηγεμόνα, αρχηγό) | ανατρέπω ρ μ |
| | (μεταφορικά) | ρίχνω ρ μ |
| | The king was overthrown in a military coup. |
| | Ο βασιλιάς ανάτραπηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα. |
| | Τον βασιλιά τον έριξαν με στρατιωτικό πραξικόπημα. |
| overthrow [sth]⇒ vtr | (government: overturn) (κυβέρνηση) | ανατρέπω ρ μ |
| | (μεταφορικά) | ρίχνω ρ μ |
| | Rebels overthrew the government and set up their own. |
| | Επαναστάτες ανέτρεψαν την κυβέρνηση και οργάνωσαν δική τους. |
| | Επαναστάτες έριξαν την κυβέρνηση και οργάνωσαν δική τους. |
| overthrow n | (leader: removal from power) (ηγεμόνα, αρχηγού) | ανατροπή ουσ θηλ |
| | The overthrow of the island's ruler surprised observers. |
| | Η ανατροπή του ηγεμόνα του νησιού εξέπληξε τους παρατηρητές. |
| overthrow n | (government: overturning) (κυβέρνησης) | ανατροπή ουσ θηλ |
| | Now people in the streets are demanding the overthrow of the government. |
| | Ο κόσμος στους δρόμους απαιτεί τώρα την ανατροπή της κυβέρνησης. |