WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
onward, onwards adv | (continuing forward) | μπροστά, εμπρός επίρ |
| | | παραπέρα επίρ |
| | | που συνεχίζει, που προχωράει περίφρ |
| | (λόγιος) | περαιτέρω επίρ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία και συχνά δεν μεταφράζεται στις προτάσεις, π.χ. «Ο Φρεντ προχωρά, αποφασισμένος να φτάσει στον προορισμό του». |
| | Fred walks onward, determined to reach his destination. |
onward, onwards adv | (forward in time) | και μετά, κι έπειτα, και πέρα φρ ως επίρ |
| | From the late 1990s onwards, there has been huge growth in the use of home internet. |
| | Από το τέλος της δεκαετίας του 1990 και μετά, υπήρξε μεγάλη ανάπτυξη στη χρήση του διαδικτύου στα σπίτια. |
| onward adj | (journey: continuing) (του ταξιδιού) | συνέχεια ουσ θηλ |
| | Nicole is flying to London then taking the train for her onward journey to Liverpool. |
| | Η Νικόλ θα πετάξει στο Λονδίνο και μετά θα πάρει το τρένο για τη συνέχεια του ταξιδιού της για το Λίβερπουλ. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| onward adj | figurative (continuing) | συνεχόμενος, συνεχιζόμενος μτχ ενεστ |
| | Not everyone likes the onward rush of technology. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: