WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| be on fire v expr | (burning) | που καίγεται, που έχει τυλιχτεί στις φλόγες περίφρ |
| | (πριν από ουσιαστικό) | φλεγόμενος μτχ ενεστ |
| | The car was on fire for about two hours. |
| | Το αυτοκίνητο καιγόταν περίπου δύο ώρες. |
| | ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το φλεγόμενο σπίτι ήταν τρομακτικό θέαμα. |
| be on fire v expr | figurative, slang (performing well) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) | που έχει πάρει φωτιά έκφρ |
| | | που έχει ρέντα έκφρ |
| | Sharon has answered every question correctly so far; she's on fire today! |
| | Η Σάρον έχει απαντήσει σωστά κάθε ερώτηση μέχρι τώρα· έχει ρέντα σήμερα! |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: