WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
fiery adj | figurative (personality) | δυναμικός επίθ |
| | παθιασμένος μτχ πρκ |
| (μτφ: ευέξαπτος) | εκρηκτικός επίθ |
| (μτφ: με πάθος) | φλογερός, έντονος επίθ |
| The board hopes the fiery new manager will motivate the staff. |
| Το συμβούλιο ελπίζει πως ο νέος δυναμικός μάνατζερ θα κινητοποιήσει το προσωπικό. |
fiery adj | (with fire) | πύρινος επίθ |
| The volcano sent fiery particles raining down on the nearby town. |
| Το ηφαίστειο έβγαζε πύρινα σωματίδια που έπεφταν σαν βροχή στην κοντινή πόλη. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
fiery adj | figurative (intense) (μεταφορικά) | φλογερός, πύρινος επίθ |
| The general gave a fiery speech. |
fiery adj | figurative (spicy) | καυτερός επίθ |
| (μτφ: πολύ καυτερός) | φωτιά ουσ θηλ |
| Ben made some extra fiery chili for the cookoff. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: