| Κύριες μεταφράσεις |
| on board adv | (onto or into: transport) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) | - |
| | Once everyone has climbed on board, the bus will close its doors. |
| | Όταν επιβιβαστούν όλοι, θα κλείσουν οι πόρτες του λεωφορείου. |
| on board prep | (on or in: transport) | σε πρόθ |
| | I really enjoyed the food on board the cruise liner. |
| | Μου αρέσει πολύ το φαγητό στο κρουαζιερόπλοιο. |
| on board adv | figurative (working for shared goal) | μαζί με περίφρ |
| | | με τη συμμετοχή περίφρ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| | With you on board, we can make this project a big success! |
| | Με εσένα μαζί μας, θα κάνουμε αυτό το πρότζεκτ μεγάλη επιτυχία! |
| | Με τη συμμετοχή σου, θα κάνουμε αυτό το πρότζεκτ μεγάλη επιτυχία! |
| on board with [sth] adj + prep | figurative, informal (in agreement, support) | συμφωνώ με κτ ρ αμ + πρόθ |
| | (καθομ, μεταφορικά) | είμαι μέσα για κτ έκφρ |
| Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. |
| | Make sure your whole team is on board with this before you go ahead. |
| | Σιγουρέψω ότι ολόκληρη η ομάδα σου συμφωνεί με αυτό πριν προχωρήσεις. |
on-board, onboard adj | (computing: on motherboard) (στην μητρική κάρτα) | ενσωματωμένος επίθ |
| | (αργκό, μεταφορικά) | φοράω ρ μ |
| | The device has 8GB of on board memory. |
| | Η συσκευή έχει ενσωματωμένη μνήμη 8 GB. |
on-board, onboard adj | (on a ship, vehicle) | εντός του πλοίου περίφρ |
| | | μέσα στο πλοίο περίφρ |
| | (αλλάζει ανάλογα το είδος) | εντός του οχήματος περίφρ |
| | | μέσα στο όχημα περίφρ |
| Σχόλιο: Σε ορισμένες περιπτώσεις παραλείπεται, π.χ. «Αυτό που μου άρεσε καλύτερα στο κρουαζιερόπλοιό μας ήταν το κέντρο αισθητικής που είχε μέσα». |
| | My favourite thing about our cruise ship was the on-board beauty salon. |