officer

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɒfɪsər/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈɔfəsɚ, ˈɑfə-/ ,USA pronunciation: respellingfə sər, ofə-)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
officer n (military)αξιωματικός ουσ αρσ/θηλ
 Sonia is an officer in the army.
 Η Σόνια είναι αξιωματικός του στρατού.
officer n (police person)αστυνομικός ουσ αρσ/θηλ
  (συνήθως ως προσφώνηση)αστυνόμος ουσ αρσ/θηλ
  που υπηρετεί περίφρ
 Matthew is an officer in the police force.
 Ο Μάθιου υπηρετεί στην αστυνομία.
officer n (of club, organization) (ανώτερο)στέλεχος ουσ ουδ
  (οποιαδήποτε θέση)υπάλληλος ουσ αρσ/θηλ
  (δημόσιο αξίωμα)αξιωματούχος ουσ αρσ/θηλ
 Naomi is the finance officer of our club.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
army officer n (military authority figure)αξιωματικός του στρατού φρ ως ουσ αρσ/θηλ
CEO n initialism (Chief Executive Officer)Διευθύνων Σύμβουλος φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 Being the CEO of a tech company made Tom a billionaire.
CFO n initialism (chief financial officer)οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
 The CFO has ultimate responsibility for the company's bookkeeping.
chief executive officer n (CEO: senior manager)διευθύνων σύμβουλος φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 The firm is looking for a new chief executive officer.
 Η εταιρεία αναζητά νέο διευθύνοντα σύμβουλο.
chief financial officer n (senior financial manager)οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
Chief Officer n (navy: second in command)μη διαθέσιμη μετάφραση
Chief Operating Officer,
Chief Operations Officer
n
(executive in charge)γενικός διευθυντής επιχειρήσεων ουσ αρσ
chief petty officer n (navy: noncommissioned officer)αρχικελευστής ουσ αρσ/θηλ
CO n abbreviation (military: commanding officer)διοικητής, διοικήτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Go see your CO for you new assignment.
commanding officer n (military: officer in charge)διοικητής ουσ αρσ/θηλ
commissioned officer n (military: appointed staff member) (τοποθετημένος σε βαθμό)βαθμοφόρος στρατιωτικός επίθ + ουσ αρσ
COO n initialism (Chief Operating Officer)Γενικός Διευθυντής Επιχειρήσεων, Γενική Διευθύντρια Επιχειρήσεων φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
  Επιχειρησιακός Διευθυντής, Επιχειρησιακή Διευθύντρια φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
  (πιο απλά, πιο γενικά)Γενικός Διευθυντής, Γενική Διευθύντρια φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
 The COO will be visiting this week, so clean up your desk.
customs officer n (at airport, etc.)τελωνειακός ουσ αρσ
  τελωνειακός υπάλληλος επίθ + ουσ αρσ
  υπάλληλος τελωνείου φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 The customs officer asked the passenger if he had anything to declare.
executive officer n (officer with executive duties)διοικητικό στέλεχος επίθ + ουσ ουδ
field officer n (staff member with practical duties)χειριστής, χειρίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  αρμόδιος χειριστής, αρμόδια χειρίστρια επίθ + ουσ αρσ, επίθ + ουσ θηλ
first officer n (copilot)συγκυβερνήτης, συγκυβερνήτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
foreign service officer n US (member of the US Foreign Service)διπλωμάτης, διπλωμάτισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
health officer n (sanitation official)υγειονομικός υπάλληλος επίθ + ουσ αρσ/θηλ
  υγειονομικός επίθ ως ουσ
house officer n UK (houseman: junior doctor on staff)νεοειδικευθείς γιατρός επίθ + ουσ αρσ/θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία καθώς υπάρχουν διαφορές στο σύστημα περίθαλψης.
immigration officer n (official administrating incoming foreigners)υπάλληλος στην υπηρεσία μετανάστευσης περίφρ
loan officer n (bank worker who handles loans)υπεύθυνος δανείων, υπεύθυνη δανείων ουσ αρσ, ουσ θηλ
lodging officer n UK ([sb] who helps in finding accommodation)υπεύθυνος στέγασης, υπεύθυνη στέγασης φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
marriage officer n (registrar: [sb] who conducts a wedding)άτομο με άδεια τέλεσης γάμου περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
military officer n (member of military staff)αξιωματικός ουσ αρσ
naval officer n (member of navy staff)αξιωματικός του ναυτικού ουσ αρσ
NCO n US, initialism (noncommissioned officer)υπαξιωματικός ουσ αρσ/θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία λόγω διαφορετικής δομής των αντίστοιχων σωμάτων.
non-com,
noncom
n
US, informal, abbreviation (military: non-commissioned officer) (στρατός)υπαξιωματικός ουσ αρσ/θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
noncommissioned officer,
non-commissioned officer
n
(military: enlisted staff member) (στρατός)υπαξιωματικός ουσ αρσ/θηλ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 The non-commissioned officer led his soldiers as well as any officer could have hoped.
OBE n initialism (honored member)μέλος του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας φρ ως ουσ ουδ
peace officer n ([sb] who enforces law)όργανο της τάξης φρ ως ουσ ουδ
personnel officer n (human resources staff)υπεύθυνος προσωπικού, υπεύθυνη προσωπικού φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
petty officer n (navy: noncommissioned officer)κελευστής, κελεύστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Schneider served in the U.S. Navy for two years and reached the rank of petty officer.
placement officer n (student work placement advisor)υπεύθυνος εύρεσης εργασίας, υπεύθυνη εύρεσης εργασίας φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
plain-clothes officer n (police officer not in uniform)αστυνομικός με πολιτικά φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 The teens were arrested by a plain-clothes officer.
police officer n (member of police force)αστυνομικός, αστυνόμος ουσ αρσ/θηλ
  (ανεπίσημο)αστυνομικίνα ουσ θηλ
 When he grows up he wants to be either a firefighter or a police officer.
 Όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει είτε πυροσβέστης είτε αστυνομικός.
probation officer n (supervises [sb] on probation)λειτουργός κοινωνικής επανένταξης φρ ως ουσ αρσ/θηλ
 Joe proudly told his probation officer that he was no longer taking drugs.
Project Officer n (coordinates task, program)υπεύθυνος διαχείρισης έργων, υπεύθυνη διαχείρισης έργων φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
 The Project Officer is in charge of the management of the project.
public relations officer n (manages public image)υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων φρ ως ουσ αρσ/θηλ
returning officer n UK ([sb] who announces voting results)δικαστικός αντιπρόσωπος εκλογικού τμήματος ουσ αρσ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
Road Safety Officer,
road safety officer
n
(employee: traffic safety)υπάλληλος οδικής ασφάλειας περίφρ
 The Road Safety Officer visits schools and talks to the students.
senior officer n (high-ranking member of police force)ανώτερος αξιωματικός αστυνομίας έκφρ
 If you have trouble with a colleague, you should first report it to a senior officer.
serving officer n ([sb] employed in the military or police force)αξιωματούχος ουσ αρσ/θηλ
  αξιωµατικός ουσ αρσ/θηλ
warrant officer n (military rank)ανθυπασπιστής ουσ αρσ/θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'officer' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: officer training (camp), officer recruits, good [morning, afternoon, evening], officer, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση officer στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «officer».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!