• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
of course adv (naturally, as might be expected)φυσικά επίρ
 Of course, I will need to know where you are going.
 Φυσικά και θα πρέπει να ξέρω που πηγαίνεις.
of course interj (yes, certainly)φυσικά, βεβαίως επίρ
 Of course, you can go out for dinner!
 Φυσικά και μπορείς να βγεις για δείπνο!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
as a matter of course expr (as part of normal routine)αυτονόητα επίρ
  αυτομάτως, αυτόματα επίρ
But of course interj (expressing polite consent)Φυσικά επιφ
  Μα και βέβαια έκφρ
 But of course, you're right!
Of course not interj (emphatic: certainly not) (εμφατικός τύπος)Και βέβαια όχι!, Φυσικά όχι!, Σίγουρα όχι! επιφ
  Εννοείται πως όχι! επίφ
  Αποκλείεται! επίφ
  Όχι βέβαια! επίφ
 "Would you kiss a frog?" he asked. "Of course not!" she replied.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'of course' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση of course στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «of course».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!