WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
neglected adj | (thing, object) | παραμελημένος, παρατημένος, αφημένος μτχ πρκ |
| | αφρόντιστος, απεριποίητος επίθ |
| Ben's house looked very neglected because he couldn't keep it maintained anymore. |
| Το σπίτι του Μπεν φαινόταν ιδιαίτερα παραμελημένο γιατί δεν μπορούσε να συντηρεί πια. |
neglected adj | (child) | παραμελημένος μτχ πρκ |
| Child services collected the neglected child from her parents and put her in foster care. |
| Οι κοινωνικές υπηρεσίες πήραν το παραμελημένο παιδί από τους γονείς του και το έδωσαν σε ανάδοχη οικογένεια. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
neglect n | (of child) | παραμέληση ουσ θηλ |
| Kate's mother was arrested for neglect. |
| Η μητέρα της Κέιτ συνελήφθη για παραμέληση ανηλίκου. |
neglect n | (lack of attention) | παραμέληση ουσ θηλ |
| | αμέλεια ουσ θηλ |
| Tom's house showed obvious signs of neglect. |
| Το σπίτι του Τομ έδειχνε εμφανή σημάδια παραμέλησης. |
neglect [sb]⇒ vtr | (child) | παραμελώ ρ μ |
| Larry neglected his children because he was an alcoholic. |
| Ο Λάρι παραμελούσε τα παιδιά του επειδή ήταν αλκοολικός. |
neglect [sth]⇒ vtr | (duty) | παραμελώ, αμελώ ρ μ |
| The soldier neglected his duties and was discharged from the military. |
| Ο στρατιώτης παραμέλησε τα καθήκοντά του και αποτάχθηκε από τον στρατό. |
neglect to do [sth] v expr | (fail to do) (να κάνω κάτι) | αμελώ ρ μ |
| Fred neglected to keep up with his friends, and slowly lost contact with them. |
| Ο Φρεντ αμέλησε να επικοινωνεί με τους φίλους του και σιγά σιγά έχασε την επαφή μαζί τους. |
neglect [sth] vtr | (ignore) | αγνοώ ρ μ |
| The student chose quotations for his essay with care, neglecting anything that did not support his view. |
| Ο μαθητής επίλεξε τις αναφορές για την εργασία του με προσοχή, αγνοώντας ο,τιδήποτε δεν ήταν σύμφωνο με την άποψή του. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: