WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
motivating adj | (inspiring, stimulating) | που αποτελεί κίνητρο, που προκαλεί κινητοποίηση περίφρ |
| | που δίνει κίνητρο περίφρ |
| | ενθαρρυντικός επίθ |
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχο επίθετο. |
| The politician's motivating speech swayed many voters. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
motivate [sb]⇒ vtr | (stimulate to act) | παρακινώ ρ μ |
| | δίνω κίνητρο ρ έκφρ |
| How can we motivate the students to work harder? |
| Πως μπορούμε να παρακινήσουμε τους σπουδαστές να δουλέψουν σκληρότερα; |
motivate [sb] to do [sth] v expr | (stimulate to act) (σε κάποιον να κάνει κάτι) | δίνω κίνητρο περίφρ |
| (κάποιον να κάνει κάτι) | κινητοποιώ ρ μ |
| We need to motivate our staff to generate more profits. |
motivate [sth]⇒ vtr | (prompt, provoke) | προκαλώ ρ μ |
| | οδηγώ σε περίφρ |
| The burglaries motivated an increased police presence. |
| Οι διαρρήξεις προκάλεσαν μια αυξημένη αστυνομική παρουσία. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: