inspiring

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪnˈspaɪərɪŋ/US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/ɪnspaɪrɪŋ/

From the verb inspire: (⇒ conjugate)
inspiring is: Click the infinitive to see all available inflections
v pres p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
Σε αυτή τη σελίδα: inspiring, inspire

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
inspiring adj (motivating, exciting)συγκλονιστικός, συναρπαστικός επίθ
  εμπνευσμένος μτχ πρκ
 Their inspiring performance won them several rounds of applause.
 Η συναρπαστική τους παράσταση κέρδισε αρκετούς γύρους χειροκροτημάτων.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
inspire [sb] vtr (motivate [sb])δίνω κίνητρο σε κπ περίφρ
  εμπνέω ρ μ
 Fred tried to inspire his workers by offering stock options.
 Ο Φρεντ προσπαθούσε να δώσει κίνητρο στους υπαλλήλους του προσφέροντάς τους μετοχές στην εταιρεία.
inspire [sb] to do [sth] v expr (motivate [sb] to do [sth])δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ περίφρ
  εμπνέω κπ να κάνει κτ περίφρ
 My sister's success in business inspired me to set up my own company.
 Η επιτυχία της αδελφής μου στις επιχειρήσεις με ενέπνευσε να ξεκινήσω τη δική μου εταιρεία.
inspire [sb] vtr (awaken [sb]'s creative ideas)εμπνέω ρ μ
 Impressionism inspires me more than any other art movement.
 Ο Ιμπρεσιονισμός με εμπνέει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο καλλιτεχνικό κίνημα.
inspire [sth] vtr (prompt: an idea)εμπνέομαι για κτ ρ αμ + πρόθ
  παίρνω έμπνευση για κτ περίφρ
 Kate uses music to inspire her artwork.
 Η Κέιτ χρησιμοποιεί τη μουσική για να την εμπνέει για τα καλλιτεχνικά της έργα.
inspire [sth] in [sb] vtr + prep (arouse [sth])εμπνέω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ
 Jeff's work inspired a lot of confidence in his abilities among the management, and he was promoted soon.
 Η δουλειά του Τζεφ ενέπνευσε στη διοίκηση μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητες του και του έδωσαν προαγωγή σύντομα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
inspire [sth] vtr formal (inhale)εισπνέω ρ μ
  (σε κάτι)εισάγω ρ μ
 The lungs inspire oxygen into the respiratory system.
inspire [sth] vtr often passive (divine guidance)εμπνέω ρ μ
 The martyr maintained that God had inspired her actions.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
inspiring | inspire
ΑγγλικάΕλληνικά
awe-inspiring adj (astounding, impressive)εκπληκτικός, καταπληκτικός επίθ
 The asteroid shower was an awe-inspiring sight.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'inspiring' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: an inspiring [story, movie, collection, work, read] (about), what an inspiring [story], an inspiring [person, student, sportswoman], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση inspiring στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «inspiring».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!