WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
inspiring adj | (motivating, exciting) | συγκλονιστικός, συναρπαστικός επίθ |
| | εμπνευσμένος μτχ πρκ |
| Their inspiring performance won them several rounds of applause. |
| Η συναρπαστική τους παράσταση κέρδισε αρκετούς γύρους χειροκροτημάτων. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
inspire [sb]⇒ vtr | (motivate [sb]) | δίνω κίνητρο σε κπ περίφρ |
| | εμπνέω ρ μ |
| Fred tried to inspire his workers by offering stock options. |
| Ο Φρεντ προσπαθούσε να δώσει κίνητρο στους υπαλλήλους του προσφέροντάς τους μετοχές στην εταιρεία. |
inspire [sb] to do [sth] v expr | (motivate [sb] to do [sth]) | δίνω κίνητρο σε κπ να κάνει κτ περίφρ |
| | εμπνέω κπ να κάνει κτ περίφρ |
| My sister's success in business inspired me to set up my own company. |
| Η επιτυχία της αδελφής μου στις επιχειρήσεις με ενέπνευσε να ξεκινήσω τη δική μου εταιρεία. |
inspire [sb] vtr | (awaken [sb]'s creative ideas) | εμπνέω ρ μ |
| Impressionism inspires me more than any other art movement. |
| Ο Ιμπρεσιονισμός με εμπνέει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο καλλιτεχνικό κίνημα. |
inspire [sth]⇒ vtr | (prompt: an idea) | εμπνέομαι για κτ ρ αμ + πρόθ |
| | παίρνω έμπνευση για κτ περίφρ |
| Kate uses music to inspire her artwork. |
| Η Κέιτ χρησιμοποιεί τη μουσική για να την εμπνέει για τα καλλιτεχνικά της έργα. |
inspire [sth] in [sb] vtr + prep | (arouse [sth]) | εμπνέω κτ σε κπ ρ μ + πρόθ |
| Jeff's work inspired a lot of confidence in his abilities among the management, and he was promoted soon. |
| Η δουλειά του Τζεφ ενέπνευσε στη διοίκηση μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητες του και του έδωσαν προαγωγή σύντομα. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
inspire [sth] vtr | formal (inhale) | εισπνέω ρ μ |
| (σε κάτι) | εισάγω ρ μ |
| The lungs inspire oxygen into the respiratory system. |
inspire [sth] vtr | often passive (divine guidance) | εμπνέω ρ μ |
| The martyr maintained that God had inspired her actions. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: