misconduct

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˌmɪsˈkɒndʌkt/

US:USA pronunciation: IPAUSA pronunciation: IPA/n. mɪsˈkɑndʌkt; v. ˌmɪskənˈdʌkt/

US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(n. mis kondukt; v. mis′kən dukt)


  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
misconduct n (bad behaviour)ανάρμοστη συμπεριφορά, κακή συμπεριφορά επίθ + ουσ θηλ
  παράπτωμα ουσ ουδ
 The students were called before the headmaster for misconduct.
 Οι μαθητές κλήθηκαν από τον διευθυντή λόγω κακής συμπεριφοράς.
misconduct n (unlawful actions in workplace) (πειθαρχικό, επαγγελματικό)παράπτωμα ουσ ουδ
  παράβαση ουσ θηλ
 The lawyer was reprimanded and disbarred for misconduct.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
wilful misconduct n US (law: negligence) (νομική)δόλος ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'misconduct' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση misconduct στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «misconduct».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!