WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| mischief n | (annoying actions) | αταξία, σκανταλιά ουσ θηλ |
| | (καθομ, μεταφορικά) | διαολιά, διαβολιά ουσ θηλ |
| | Richard was always up to some mischief when he was a child. |
| | Ο Ρίτσαρντ πάντα σχεδίαζε κάποια σκανταλιά όταν ήταν παιδί. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| mischief n | (intent) | πονηριά, κατεργαριά ουσ θηλ |
| | | πονηράδα ουσ θηλ |
| | (καθομ, μεταφορικά) | διαολιά, διαβολιά ουσ θηλ |
| | Mischief was obvious in the child's expression. |
| mischief n | (naughty child) | πειραχτήρι ουσ ουδ |
| | (μεταφορικά) | διαβολάκι ουσ ουδ |
| Σχόλιο: Οι λέξεις «μπελάς» και «βάσανο» μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην καθομιλουμένη και για κάποιο πρόσωπο. |
| | The teacher caught the little mischief and punished him. |
| mischief n | (trouble, annoyance) | μπελάς ουσ αρσ |
| | | δυσκολία ουσ θηλ |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: