mid

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/mɪd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/mɪd/ ,USA pronunciation: respelling(mid)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mid,
mid-
adj
(middle)ενδιάμεσος επίθ
  στο μέσο, στα μισά, στη μέση περίφρ
  μεσο- πρόθημα
 The students took their midterm exams.
 Οι φοιτητές έδωσαν τις ενδιάμεσες εξετάσεις.
 Οι φοιτητές έδωσαν τις εξετάσεις για το μέσο του τριμήνου.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Για τη διευκόλυνσή σας, υπάρχει και ένα μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα εξόφλησης του δανείου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
in mid air,
in mid-air
adv
(float, hang: above the ground)στον αέρα έκφρ
  ενώ βρίσκομαι στον αέρα έκφρ
in mid-sentence adv (halfway through saying [sth])στα μισά της πρότασης έκφρ
 I find it very hard to stay focused when you keep interrupting me in mid-sentence.
mid air adv (in the air)στον αέρα φρ ως επίρ
 Two stunt planes collided mid-air yesterday, but the pilots survived.
mid-air,
midair
adj
(in the air)στον αέρα φρ ως επίρ
 There has been a mid-air collision between two aircraft.
mid-adult adj UK (person, life: in 30s)τριαντάρης επίθ
mid-adult n (person: in 30s)τριαντάρης, τριαντάρα ουσ αρσ, ουσ θηλ
mid-Atlantic adj (US region) (πολιτείες Η.Π.Α.)μεσοατλαντικός επίθ
mid-Atlantic adj (in Atlantic Ocean) (στη μέση του Ατλαντικού)μεσοατλαντικός επίθ
mid-Atlantic adj (mixing UK and US behaviour)με βρετανικά και αμερικανικά χαρακτηριστικά περίφρ
  με βρετανικά και αμερικανικά στοιχεία περίφρ
mid-length n (medium length)μεσαίο μήκος επίθ + ουσ ουδ
mid-length n as adj (of medium length)μεσαίου μήκους φρ ως επίθ
mid-ocean ridge n (submarine mountain)μεσοωκεάνια ράχη επίθ + ουσ θηλ
mid-range n (middle of a range)μέσου επιπέδου φρ ως επίθ
  μεσαίος επίθ
mid-range n as adj (moderately priced)μεσαίας κατηγορίας φρ ως επίθ
[sb]'s mid-thirties npl (age) (ηλικία)γύρω στα 35 έκφρ
  το μέσο της 4ης δεκαετίας του έκφρ
the mid-thirties npl (decade: middle of the 1930s)τα μέσα της δεκαετίας του '30 φρ ως ουσ ουδ
midcourse,
mid-course
n
(midpoint of flight path)μέσο της διαδρομής περίφρ
midcourse,
mid-course
n as adj
(of midpoint of flight path)του μέσου της διαδρομής περίφρ
midlife,
mid-life
n
(middle age)μέση ηλικία επίθ + ουσ θηλ
midlife,
mid-life
n as adj
(occurring in middle age) (σε γενική)της μέσης ηλικίας περίφρ
  μέσης ηλικίας περίφρ
midlife crisis,
mid-life crisis
n
(psychological condition of middle age)κρίση μέσης ηλικίας φρ ως ουσ θηλ
 When Joe took up disco dancing in his fifties, his kids put it down to a midlife crisis.
midline,
mid-line
n
(median plane of the body)μέση γραμμή επίθ + ουσ θηλ
midmorning (US),
mid-morning (UK)
n
(middle of the morning)αργά το πρωί έκφρ
midmorning (US),
mid-morning (UK)
adj
(occuring halfway through morning)που γίνεται αργά το πρωί περίφρ
  που γίνεται προς το μεσημεράκι περίφρ
midterm,
mid-term
adj
(during term)ενδιάμεσος επίθ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία.
 The results of the mid-term vote surprised everyone.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'mid' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: in mid [winter, summer, fall, spring], in the mid [fifties], [was born, died, was popular] in the mid [fifties], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση mid στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «mid».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!