marry

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈmæri/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈmæri/ ,USA pronunciation: respelling(marē)

Inflections of 'marry' (v): (⇒ conjugate)
marries
v 3rd person singular
marrying
v pres p
married
v past
married
v past p
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
marry [sb] vtr (take as wife or husband)παντρεύομαι ρ μ
 She married her husband two years ago.
 Παντρεύτηκε τον σύζυγό της πριν δυο χρόνια.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
marry vi (get married)παντρεύομαι ρ αμ
 The two of them married two years ago.
 Οι δυο τους παντρεύτηκαν πριν από δύο χρόνια.
marry vi figurative (be compatible with)συνδυάζω, ταιριάζω ρ μ
 Let me see if I can marry these cups to some matching plates.
 Για να δω αν μπορώ να συνδυάσω (or: ταιριάξω) αυτά τα φλιτζάνια με κάποια παρόμοια πιατάκια.
marry [sb] vtr (join as wife or husband)παντρεύω ρ μ
 The priest married them in a beautiful ceremony.
 Ο ιερέας τους πάντρεψε σε μια όμορφη τελετή.
marry [sb] vtr (give for marriage)παντρεύω ρ μ
 The father proudly married his daughter to a doctor.
 Ο πατέρας ήταν περήφανος που πάντρεψε την κόρη του με γιατρό.
marry [sb] vtr figurative (join together) (μεταφορικά)παντρεύω ρ μ
 The band's music marries rock and jazz.
 Η μουσική του συγκροτήματος παντρεύει τη ροκ και την τζαζ.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
marry into [sth] vtr phrasal insep (become part of: a family) (σε οικογένεια)παντρεύομαι και μπαίνω σε κτ περίφρ
  (μιας οικογένειας)παντρεύομαι και γίνομαι μέλος περίφρ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία. Μπορεί να αποδοθεί και με άλλους τρόπους, πχ «Η οικογένεια του άντρα της Σόφυ είναι από την Ιταλία» ή «Μετά το γάμο της, η Σόφυ έγινε μέλος μιας ιταλικής οικογένειας».
 Sophie married into an Italian family.
marry into [sth] vtr phrasal insep (acquire through marriage)αποκτώ κτ με το γάμο μου περίφρ
 William married into a life of wealth and privilege.
 Με τον γάμο του ο Γουίλιαμ απέκτησε πλούτη και πολλά προνόμια.
marry up vi phrasal (fit together, match)ενώνω, ταιριάζω ρ μ
marry [sth] up,
marry up [sth]
vtr phrasal sep
(join, connect)ενώνω, συνδέω ρ μ
marry up vi phrasal (marry [sb] from higher class)παντρεύομαι κπ υψηλότερης κοινωνικής τάξης περίφρ
  (μεταφορικά)κάνω έναν καλό γάμο περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
engagement to marry n (promise, agreement)αρραβώνας ουσ αρσ
Will you marry me? expr (proposal) (σε γυναίκα)Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου; περίφρ
  (σε γυναίκα ή άντρα)Θα με παντρευτείς; περίφρ
  Με παντρεύεσαι; περίφρ
 I've loved you for so long. Will you marry me?
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'marry' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: marry a [man, millionaire, cop, professor], married [the love of his life, her high-school sweetheart], (got) married in a [church, hall, marquee], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση marry στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «marry».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!