WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| maintain [sth]⇒ vtr | (rate) | διατηρώ ρ μ |
| | He maintained a rate of 40 pages per hour. |
| | Διατηρούσε ένα ρυθμό 40 σελίδων την ώρα. |
| maintain [sth] vtr | (machine: keep working) | συντηρώ ρ μ |
| | | κάνω συντήρηση ρ μ + ουσ θηλ |
| | (καθομιλουμένη) | κάνω σέρβις ρ μ + ουσ ουδ άκλ |
| | The mechanic maintained all the vehicles in the fleet. |
| | Ο μηχανικός συντηρούσε όλα τα οχήματα του στόλου. |
maintain [sth], maintain that⇒ vtr | (say is true) (κάτι ή ότι/πως) | ισχυρίζομαι, υποστηρίζω ρ μ |
| | He maintained that the shooter was wearing a black sweater. |
| | Ισχυρίστηκε (or: Υποστήριξε) ότι ο σκοπευτής φορούσε ένα μαύρο πουλόβερ. |
| maintain [sb/sth]⇒ vtr | (support) (οικονομικά) | συντηρώ ρ μ |
| | He maintained a large family on his salary. |
| | Συντηρούσε μια μεγάλη οικογένεια με τον μισθό του. |
| maintain [sth]⇒ vtr | (continue) | διατηρώ, συνεχίζω ρ μ |
| | We must maintain the strike because we can win. |
| | Πρέπει να διατηρήσουμε (or: συνεχίσουμε) την απεργία, γιατί μπορούμε να νικήσουμε. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: