mainly

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈmeɪnli/US:USA pronunciation: respellingUSA pronunciation: respelling(mānlē)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
mainly adv (principally) (πρωτίστως)κυρίως επίρ
  (στην πλειοψηφία)ως επί το πλείστον επίρ
  (στην πλειοψηφία)κατά κύριο λόγο, κατ' εξοχήν έκφρ
 The fire department is mainly responsible for fire prevention.
 Η πυροσβεστική είναι κυρίως υπεύθυνη για την πρόληψη των πυρκαγιών.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το ακροατήριο αποτελούνταν ως επί το πλείστον από γυναίκες.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Πρόκειται για μία κατά κύριο λόγο (or: κατ' εξοχήν) αγροτική χώρα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'mainly' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: mainly [happens] in, is mainly to [help, assist, facilitate], is mainly [with respect, due, in reference] to, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση mainly στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «mainly».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!