majestic

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/məˈdʒɛstɪk/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/məˈdʒɛstɪk/ ,USA pronunciation: respelling(mə jestik)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
majestic adj (nature: splendid, grand)μεγαλοπρεπής, επιβλητικός επίθ
 Guests will enjoy majestic views of the sea from their balconies.
 Οι καλεσμένοι θα απολαύσουν μεγαλοπρεπείς όψεις της θάλασσας από τα μπαλκόνια τους.
majestic adj (person: noble, dignified)μεγαλοπρεπής, επιβλητικός, αρχοντικός επίθ
 I've never met such a majestic lady before.
 Δεν έχω γνωρίσει ποτέ πριν μια τόσο αρχοντική κυρία.
majestic adj (regal)βασιλικός, αρχοντικός επίθ
 The majestic display of wealth stunned the explorers.
 Η βασιλική επίδειξη πλούτου εξέπληξε τους εξερευνητές.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'majestic' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση majestic στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «majestic».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!