largely

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈlɑːrdʒli/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈlɑrdʒli/ ,USA pronunciation: respelling(lärjlē)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
largely adv (mainly, mostly)κυρίως επίρ
  κατά κύριο λόγο, σε μεγάλο βαθμό φρ ως επίρ
 Clouds are largely made up of water.
 Τα σύννεφα αποτελούνται κυρίως από νερό.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
largely adv (amply)πλήρως επίρ
 The volcano sat largely on the plain, dominating the view.
 Το ηφαίστειο δέσποζε στο φυσικό σκηνικό, καθώς είχε απλωθεί πλήρως στην πεδιάδα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'largely' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: largely depends on, depends largely on [whether or not, why, how, what], is largely dependent on, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση largely στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «largely».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!