• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: lessened, lessen

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lessened adj (smaller in quantity)μειωμένος μτχ πρκ
  που έχει ελαττωθεί περίφρ
lessened adj (decreased in importance, intensity)μειωμένος μτχ πρκ
  μικρότερος επίθ
  (σημασία)που έγινε λιγότερο σημαντικός περίφρ
 The patient reports lessened anxiety since beginning her course of therapy.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lessen vi (decrease)μειώνομαι, ελαττώνομαι ρ αμ
  υποχωρώ ρ αμ
 The rain lessened after a few minutes, so Tom decided to walk home.
 Η βροχή ελαττώθηκε μετά από μερικά λεπτά και έτσι ο Τομ αποφάσισε να περπατήσει σπίτι.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lessen vtr (make light of)μειώνω ρ μ
 The politician's comments tried to lessen his opponent.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'lessened' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση lessened στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «lessened».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!