leakage

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈliːkɪdʒ/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈlikɪdʒ/ ,USA pronunciation: respelling(lēkij)

  • WordReference
  • Definition
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
leakage n (leaked fluid)διαρροή ουσ θηλ
 The oil company had to send out a team to deal with a major leakage on a pipeline.
 Η πετρελαϊκή εταιρεία χρειάστηκε να στείλει μια ομάδα για να αντιμετωπίσει μια μεγάλη διαρροή σε έναν αγωγό.
leakage n (act of)διαρροή ουσ θηλ
  διαφυγή ουσ θηλ
 The leakage of radioactive materials into the Pacific Ocean has been causing a lot of damage.
 Η διαρροή ραδιενεργών υλικών στον Ειρηνικό Ωκεανό έχει προκαλέσει πολλές ζημιές.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
leakage n (leaked electricity) (μεταφορικά)διαρροή ουσ θηλ
 John was burned working on the power lines because of leakage through a faulty glove.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'leakage' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: physics: [carried, charged] by leakage currents, [oil, water, gas] leakage, the leakage of [oil], περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση leakage στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «leakage».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!