lean on



  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lean on [sth],
lean upon [sth]
vi + prep
(rest your weight on)στηρίζομαι σε κτ, γέρνω πάνω σε κτ περίφρ
 Don't lean on the railing of this balcony - it isn't secure! If you will lean on my shoulder as we walk, it will take some of the weight off your sore ankle.
 Μη στηρίζεσαι στα κάγκελα αυτού του μπαλκονιού, δεν είναι ασφαλές!
lean on [sb],
lean upon [sb]
vtr phrasal insep
(rely on for support) (μεταφορικά)στηρίζομαι ρ αμ
 You can always lean on me.
 Μπορείς πάντοτε να στηρίζεσαι πάνω μου.
lean on [sb] vtr phrasal insep figurative (pressure to do [sth](μεταφορικά: απειλώντας ή εκφοβίζοντας)πιέζω ρ μ
 The president's advisors are leaning on him to back the deal.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση lean on στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «lean on».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!