• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
Σε αυτή τη σελίδα: languishing, languish

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
languishing adj (becoming weak, lethargic)που μαραζώνει περίφρ
  που αδυνατίζει περίφρ
  (καθομιλουμένη)που έχει πάρει την κάτω βόλτα έκφρ
languishing adj (stagnant, not progressing)που μένει στάσιμος περίφρ
  που έχει τελματώσει περίφρ
languishing adj (expressing melancholy)μελαγχολικός επίθ
languishing adj (lingering)που αργοσβήνει περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
languish vi (sit longing for [sth])περιμένω ρ αμ
  λαχταρώ ρ μ
  (μεταφορικά)ονειρεύομαι ρ αμ
 Thinking about her lost love, Elizabeth sat languishing.
languish vi (be neglected, unused)εξασθενώ ρ αμ
  (μεταφορικά)μαραζώνω, μαραίνομαι ρ αμ
 The proposal was languishing on the mayor's desk.
languish vi (suffer)υποφέρω ρ αμ
 The innocent man languished in prison.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση languishing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «languishing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!