lanky

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈlæŋki/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈlæŋki/ ,USA pronunciation: respelling(langkē)

Inflections of 'lanky' (adj):
lankier
adj comparative
lankiest
adj superlative
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
lanky adj (awkwardly tall and thin) (υπερβολικά λεπτός και αδύνατος)ξερακιανός επίθ
  ψηλόλιγνος επίθ
 The lanky young boy looked uncomfortable in his own body.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
Lanky n regional, UK (Lancashire dialect)διάλεκτος του Λανκασάιρ φρ ως ουσ θηλ
 A number of notable 19th-century poets wrote their works in Lanky.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'lanky' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση lanky στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «lanky».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!