WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
inviting adj | (tempting) | δελεαστικός, προκλητικός επίθ |
| Dinner on the town and then a concert sounds very inviting. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
invite [sb]⇒ vtr | (ask [sb] to party, house) | προσκαλώ, καλώ ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | φωνάζω ρ μ |
| Aaron is having a party this weekend and has invited all his friends. |
| Ο Ααρόν κάνει πάρτυ αυτό το σαββατοκύριακο και προσκάλεσε όλους τους φίλους του. |
invite [sb] in vtr + adv | (ask [sb] to enter) | λέω σε κπ να περάσει μέσα, λέω σε κπ να περάσει περίφρ |
| | καλώ κπ να περάσει μέσα, καλώ κπ μέσα, προσκαλώ κπ να περάσει μέσα, προσκαλώ κπ μέσα περίφρ |
| The neighbor came by and Kate invited her in. |
| Πέρασε η γειτόνισσα και η Κέιτ της είπε να περάσει μέσα. |
invite [sb] to do [sth] v expr | (ask [sb] to do [sth]) (κπ να κάνει κτ) | καλώ ρ μ |
| (πιο επίσημο) | προσκαλώ ρ μ |
| The government invited Laura to work for the mayor. |
| Η κυβέρνηση κάλεσε τη Λώρα να εργασθεί για τον δήμαρχο. |
invite [sth]⇒ vtr | (ask for [sth]) | καλώ κπ να υποβάλει κτ περίφρ |
| (με γενική: κάποιου πράγματος) | ζητώ την υποβολή, καλώ για την υποβολή ρ μ |
| | δέχομαι ρ μ |
| The manager invited applications for the new position. |
| Ο μάνατζερ ζήτησε την υποβολή αιτήσεων για τη νέα θέση. |
invite [sth] vtr | (provoke) | προκαλώ ρ μ |
| (καθομιλουμένη) | φέρνω ρ μ |
| The diplomat's clumsy negotiations invited disaster. |
| Οι αδέξιοι χειρισμοί του διπλωμάτη έφεραν την καταστροφή. |
invite n | informal (invitation) | πρόσκληση ουσ θηλ |
| (συνήθως γάμος, βάφτιση) | προσκλητήριο ουσ ουδ |
| It's going to be a big party. I sent invites to everyone I know. |
| Θα είναι μεγάλο πάρτυ. Έστειλα προσκλήσεις σε όλους τους γνωστούς μου. |