• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
installer n (person: configures software)εγκαταστάτης, εγκαταστάτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (όχι απαραίτητα επαγγελματίας)αυτός που κάνει την εγκατάσταση περίφρ
 The installer checked all the programs for errors.
installer n (person: fits [sth], sets [sth] up)εγκαταστάτης, εγκαταστάτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ
  (όχι απαραίτητα επαγγελματίας)αυτός που κάνει την εγκατάσταση περίφρ
 The cable installer will be here tomorrow at noon.
installer n (computing: utility program)πρόγραμμα εγκατάστασης έκφρ
 You need a newer version of the installer to fix this problem.
 Για να λύσεις αυτό το πρόβλημα χρειάζεσαι τη νέα έκδοση του προγράμματος εγκατάστασης.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση installer στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «installer».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!