WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| installer n | (person: configures software) | εγκαταστάτης, εγκαταστάτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | (όχι απαραίτητα επαγγελματίας) | αυτός που κάνει την εγκατάσταση περίφρ |
| | The installer checked all the programs for errors. |
| installer n | (person: fits [sth], sets [sth] up) | εγκαταστάτης, εγκαταστάτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| | (όχι απαραίτητα επαγγελματίας) | αυτός που κάνει την εγκατάσταση περίφρ |
| | The cable installer will be here tomorrow at noon. |
| installer n | (computing: utility program) | πρόγραμμα εγκατάστασης έκφρ |
| | You need a newer version of the installer to fix this problem. |
| | Για να λύσεις αυτό το πρόβλημα χρειάζεσαι τη νέα έκδοση του προγράμματος εγκατάστασης. |