insistence

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪnˈsɪstəns/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ɪnˈsɪstəns/ ,USA pronunciation: respelling(in sistəns)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
insistence n (act of insisting)επιμονή ουσ θηλ
 Their insistence on 100% accuracy has slowed things down.
 Η επιμονή τους για 100% ακρίβεια καθυστέρησε τα πράγματα.
insistence n (demanding nature)επιμονή ουσ θηλ
 Insistence is the only way to get what you want out of these people.
 Η επιμονή είναι ο μόνος τρόπος για να πάρεις αυτό που θέλεις από εκείνους.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'insistence' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση insistence στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «insistence».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!