insole

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈɪnsəʊl/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈɪnˌsoʊl/ ,USA pronunciation: respelling(insōl′)

  • WordReference
  • Definition
Σε αυτή τη σελίδα: insole, innersole
Ο όρος 'insole' παραπέμπει στον όρο 'innersole'. Θα τον βρείτε σε μία ή περισσότερες από τις παρακάτω γραμμές.'insole' is cross-referenced with 'innersole'. It is in one or more of the lines below.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
insole n (shoe insert)εσωτερική σόλα ουσ θηλ
 If I don't wear insoles in my shoes I have back pain.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
innersole,
insole
n
(insole of a shoe) (παπουτσιού)εσωτερικό πέλμα επίθ + ουσ ουδ
  εσωτερική σόλα επίθ + ουσ θηλ
  εσωτερικός πάτος επίθ + ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'insole' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση insole στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «insole».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!