persistence

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/pərˈsɪstəns/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/pɚˈsɪstəns/ ,USA pronunciation: respelling(pər sistəns, -zis-)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
persistence n (perseverance, insistence)επιμονή ουσ θηλ
  εμμονή ουσ θηλ
 Our persistence finally paid off when the mayor approved our plan.
 Η επιμονή μας τελικά απέδωσε καρπούς όταν η δήμαρχος ενέκρινε το σχέδιό μας.
persistence n (continued existence)διατήρηση ουσ θηλ
  ανθεκτικότητα ουσ θηλ
 The persistence of bacteria in ice is truly remarkable.
 Η διατήρηση των βακτηρίων στον πάγο είναι πραγματικά αξιοσημείωτη.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'persistence' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση persistence στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «persistence».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!