• WordReference
  • Definition

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
insinuator n (one who subtly makes derogatory suggestions)υπαινισσόμενος μτχ ενεστ
  αυτός που χρησιμοποιεί υπαινιγμούς περίφρ
insinuator n (one who becomes part of a group by subtle means) (καθομιλουμένη, ανεπίσημο)μουλωχτός επίθ ως ουσ
  (μεταφορικά, ανεπίσημο)εισβολέας ουσ αρσ
  αυτός που γίνεται μέλος μιας ομάδας με δόλια μέσα
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση insinuator στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «insinuator».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!