inflict

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ɪnˈflɪkt/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ɪnˈflɪkt/ ,USA pronunciation: respelling(in flikt)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
inflict [sth] on [sb] vtr (impose, enforce) (κάτι σε κάποιον)επιβάλλω ρ μ
 This is a bad time to inflict new taxes on working people.
 Είναι κακή εποχή για να επιβάλουμε νέους φόρους στους εργαζόμενους.
inflict [sth] on [sb] vtr (deliver: a blow, punishment) (κτ σε κπ: αποτέλεσμα)προκαλώ ρ μ
  επιφέρω ρ μ
  (κτ σε κπ: πλήγμα, χτύπημα)καταφέρω, δίνω ρ μ
 The enemy inflicted severe injuries on them.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
inflict pain on [sb] v expr (cause suffering)προκαλώ πόνο ρ μ + ουσ αρσ
 Torture is designed to inflict pain on somebody.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'inflict' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση inflict στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «inflict».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!