WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
influential adj | (having power, influence) | που έχει επιρροή, που ασκεί επιρροή περίφρ |
| (επίσημο) | σημαίνων μτχ ενεστ |
| | ισχυρός επίθ |
| | σημαντικός επίθ |
| Thomas Jefferson was very influential in the founding of the United States. |
| Ο Τόμας Τζέφερσον άσκησε μεγάλη επιρροή στην ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. |
| Ο Τόμας Τζέφερσον ήταν εξαιρετικά σημαίνον πρόσωπο για την ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. |
| Ο Τόμας Τζέφερσον έπαιξε πολύ ισχυρό ρόλο στην ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
influential adj | (idea, event) | που έχει επιρροή, που ασκεί επιρροή περίφρ |
| | σημαντικός επίθ |
| | σημαίνων μτχ ενεστ |
| | ισχυρός επίθ |
| The ideals of Marxism were influential in the twentieth century. |
| Τα ιδανικά του μαρξισμού είχαν επιρροή στον εικοστό αιώνα. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: