| Κύριες μεταφράσεις |
| independent adj | (not reliant on other things) | ανεξάρτητος επίθ |
| | | αυτοτελής, αυτόνομος επίθ |
| | This is an independent system and will continue to work if everything else breaks down. |
| | Αυτό είναι ένα ανεξάρτητο σύστημα και θα συνεχίσει να δουλεύει αν όλα τα υπόλοιπα καταστραφούν. |
| independent adj | (person: free) | ανεξάρτητος επίθ |
| | | αυτόνομος επίθ |
| | Kate is very independent and knows what she wants. |
| | Η Κέιτ είναι πολύ ανεξάρτητη και ξέρει τι θέλει. |
| independent adj | (person: financially free) | ανεξάρτητος επίθ |
| | Ben got a job to become more independent because he felt that he was a burden on his parents. |
| | Ο Μπεν έπιασε δουλειά για να γίνει πιο ανεξάρτητος γιατί ένιωθε πως ήταν βάρος στους γονείς του. |
| independent of [sth/sb] adj + prep | (person: managing alone) | που δεν εξαρτάται από κπ/κτ περίφρ |
| | | ανεξάρτητος από κπ/κτ επίθ + πρόθ |
| | I'm looking forward to getting a place of my own so I can be independent of my parents. |
| | Ανυπομονώ να βρω δικό μου σπίτι ώστε να είμαι ανεξάρτητος από τους γονείς μου. |
| independent of [sb] adj + prep | (without the financial support of) (οικονομικά) | που δεν εξαρτάται από κπ περίφρ |
| | | ανεξάρτητος από κπ επίθ + πρόθ |
| | In the 19th century it was rare for a woman to be independent of her husband. |
| | Τον 19ο αιώνα ήταν σπάνιο για μια γυναίκα να μην εξαρτάται από τον σύζυγό της. |
| independent from [sth] adj + prep | (politics: autonomous) | ανεξαρτητοποιούμαι από κτ ρ αμ + πρόθ |
| | Panama became independent from Columbia in the early 20th century. |
| | Ο Παναμάς ανεξαρτητοποιήθηκε από την Κολομβία στις αρχές του 20ου αιώνα. |
| independent of [sth] adj + prep | (regardless of, irrespective of) | ανεξάρτητα από κτ, άσχετα με κτ επίρ + πρόθ |
| | (με γενική) | ανεξαρτήτως επίρ |
| | Independent of your opinion I am going to Florida on vacation. |
| | Ανεξάρτητα από τη γνώμη σου, θα πάω στη Φλόριδα για διακοπές. |
| independent of [sth] adj + prep | (free) | ανεξάρτητος από κτ επίθ + πρόθ |
| | | άσχετος με κτ επίθ + πρόθ |
| | Tom's latest venture is independent of his other businesses. |
| | Η τελευταία δραστηριότητα του Τομ είναι ανεξάρτητη από τις άλλες δουλειές του. |