• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
in order adv (in the correct arrangement)σε σειρά, σε τάξη έκφρ
 Please put the cards in order. Could you put these files in order, please?
 Σε παρακαλώ, βάλε τις κάρτες σε σειρά (or: σε τάξη). Θα μπορούσες να βάλεις αυτά τα αρχεία σε τάξη, σε παρακαλώ;
in order adj (arranged in the correct way)σε σειρά, σε τάξη έκφρ
 The office manager wanted to make sure that everything was in order.
 Ο προϊστάμενος του γραφείου ήθελε να σιγουρευτεί πως όλα βρίσκονταν σε τάξη.
in order adj (appropriate, timely) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 Hello, you two! I hear congratulations are in order!
 Γεια χαρά! Από ότι ακούω πρέπει να σας συγχαρώ!
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
in order adj (complying with rules)εντάξει επίρ
  όπως πρέπει έκφρ
 Security agents looked at my papers and told me that all was in order.
 Οι υπάλληλοι ασφαλείας κοίταξαν τα χαρτιά μου και μου είπαν πως όλα ήταν εντάξει.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
ΑγγλικάΕλληνικά
order [sth] in,
order in [sth]
vtr phrasal sep
(buy for home delivery)παραγγέλνω ρ μ
  (καθομιλουμένη: φαγητό)παίρνω ντιλίβερι ρ έκφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
in order for [sth/sb] to do [sth] expr (so that [sth] happens)προκειμένου σύνδ
  για να σύνδ
 In order for sales to be strong, our department needs to work hard this month.
 Προκειμένου να αυξήσουμε τις πωλήσεις, το τμήμα μας πρέπει να εργαστεί σκληρά αυτόν τον μήνα.
in order that conj (so that)έτσι ώστε περίφρ
  με σκοπό περίφρ
 The company is designing each store in order that customers may shop comfortably and conveniently.
 Η εταιρεία σχεδιάζει κάθε κατάστημα έτσι ώστε οι πελάτες να μπορούν να ψωνίζουν άνετα κι εύκολα.
in order to prep (so as to be able to)για να περίφρ
 You don't need a degree in order to work as an escort.
 In order to travel abroad, you must have a valid passport.
 Δεν χρειάζεσαι πτυχίο για να δουλέψεις ως συνοδός. // Για να ταξιδέψεις στο εξωτερικό πρέπει να έχεις έγκυρο διαβατήριο.
in order to prep (so as to)για να περίφρ
 I went to the shop in order to buy some milk.
 Πήγα στο μαγαζί για να αγοράσω γάλα.
put [sth] in order v expr (arrange correctly)βάζω κτ σε τάξη έκφρ
  βάζω τάξη σε κτ έκφρ
  τακτοποιώ ρ μ
  (σε λογική σειρά)βάζω κτ σε σειρά περίφρ
 The pages of the manuscript were muddled up so I had to put them in order.
put [sth] in order v expr (make correct)βάζω κτ σε τάξη, βάζω τάξη σε κτ περίφρ
 Before he died, my father was careful to put all his affairs in order.
seem in order v expr (appear to be correct)φαίνομαι σωστός, μοιάζω σωστός, δείχνω σωστός περίφρ
  φαίνομαι ορθός περίφρ
Σχόλιο: Χρησιμοποιείται συνήθως σε τρίτο πρόσωπο.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η λύση της εξίσωσης φαίνεται σωστή αν και δεν χρησιμοποίησες τη μέθοδο που σας δίδαξα.
set [sth] in order v expr (arrange properly)τακτοποιώ ρ μ
  (υποθέσεις)διευθετώ ρ μ
 My grandmother set all her affairs in order shortly before she died.
set your house in order v expr figurative (arrange affairs properly)βάζω τάξη σε, βάζω σε τάξη περίφρ
  (προσωπικά θέματα)βάζω τάξη στη ζωή μου έκφρ
  (λόγιο, μεταφορικά)τακτοποιώ τα του οίκου μου έκφρ
 You'll need to set your house in order before you embark on something so ambitious.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'in order' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση in order στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «in order».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!