fraud

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈfrɔːd/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/frɔd/ ,USA pronunciation: respelling(frôd)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fraud n (deception)απάτη ουσ θηλ
 The police arrested Richard for fraud.
 Η αστυνομία συνέβαλε τον Ρίτσαρντ για απάτη.
fraud n (person) (άτομο)απατεώνας, απατεώνισσα ουσ αρσ, ουσ θηλ
 Erin's a fraud; she accepted that award, but someone else did the work.
 Η Έριν είναι απατεώνισσα. Παρέλαβε το βραβείο, αλλά κάποιος άλλος είχει κάνει τη δουλειά.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
fraud n (dishonest business activity)απάτη ουσ θηλ
 The fortune teller's operation was a fraud.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
identity fraud n (crime: pretending to be [sb] else)πλαστοπροσωπία ουσ θηλ
tax fraud n (crime of deception to evade taxes)φορολογική απάτη επίθ + ουσ θηλ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'fraud' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:
Συμφράσεις: fraud [prevention, protection], file a fraud claim, fraud detection systems, περισσότερα…

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση fraud στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «fraud».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!