WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
he's contraction | colloquial, abbreviation (he is) | αυτός είναι περίφρ |
| (συνήθως στο λόγο) | είναι ρ αμ |
Σχόλιο: Στο λόγο, η αντωνυμία συνήθως παραλείπεται. |
| I love my uncle; he's the kindest man I know. |
he's contraction | colloquial, abbreviation (he has) | αυτός έχει περίφρ |
| (συνήθως στο λόγο) | έχει ρ μ |
Σχόλιο: Παρατίθεται η κατά λέξη μετάφραση, αν και στο λόγο συνήθως αποδίδεται διαφορετικά, ανάλογα με τον εκάστοτε χρόνο του ρήματος. |
| He's given me a whole load of chores to do by lunchtime. |