WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| head-on adv | (in collision) | μετωπικά επίρ |
| | The car veered across the road and hit a van head-on. |
| | Το αυτοκίνητο εξετράπη στην απέναντι πλευρά του δρόμου και χτύπησε μετωπικά ένα φορτηγάκι. |
| head-on adv | figurative (directly, honestly) | άμεσα επίρ |
| | | χωρίς περιστροφές φρ ως επίρ |
| | Her novels tackle difficult social issues head-on. |
| | Τα διηγήματα της αντιμετωπίζουν δύσκολα κοινωνικά θέματα άμεσα. |
| head-on adj | (collision: direct, full-frontal) | μετωπικός επίθ |
| | There were two fatalities in the head-on collision. |
| | Emma was lucky to survive the head-on crash of her small sports car into a bus. |
| | Η μετωπική σύγκρουση οδήγησε σε δύο θανάτους. // Η Έμμα ήταν τυχερή και επιβίωσε από την μετωπική σύγκρουση του μικρού σπορ αυτοκινήτου της με το λεωφορείο. |
head on, head-on adj | figurative (direct, honest) (μεταφορικά) | ευθέως, χωρίς περιστροφές, στα ίσια έκφρ |
| | Rather than talking around the subject, let's take a head-on look at the issues. |
| | Αντί να μιλάμε γενικά για το θέμα, ας δούμε τα θέματα χωρίς περιστροφές (or: στα ίσια). |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: