WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
have had enough of [sb] v expr informal (be fed up) (μεταφορικά)βαρέθηκα ρ μ
  δεν αντέχω άλλο περίφρ
 I have had enough of you!
 Σε βαρέθηκα!
 Δε σε αντέχω άλλο!
have had enough of [sth] v expr informal (be fed up) (μεταφορικά)βαρέθηκα ρ μ
  κουράστηκα με κτ ρ αμ + πρόθ
  μπούχτισα με κτ ρ αμ + πρόθ
 I have had enough of that man's foul language.
have had enough of doing [sth] v expr informal (be fed up) (μεταφορικά)βαρέθηκα να κάνω κτ ρ μ
  κουράστηκα να κάνω κτ ρ μ
 Miriam had had enough of cleaning up after her thoughtless flatmates.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'have had enough of' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση have had enough of στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «have had enough of».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!