WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
Κύριες μεταφράσεις |
have a good time v expr | (enjoy yourself, have fun) | περνάω καλά, τα περνάω όμορφα περίφρ |
| | καλοπερνάω ρ αμ |
| Whenever I go out with friends we all have a good time. I hope you have a good time in Spain! |
| Όποτε βγαίνω με φίλους περνάμε καλά. Ελπίζω να τα περάσεις όμορφα στην Ισπανία! |