WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
| Κύριες μεταφράσεις |
| have a look at [sth/sb] v expr | (look at) | ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ έκφρ |
| | | κοιτάω ρ μ |
| | (αργκό, μεταφορικά) | ρίχνω ένα βλέφαρο σε κπ/κτ έκφρ |
| | These family photos are great. Have a look at them. |
| | Οι συγκεκριμένες οικογενειακές φωτογραφίες είναι τέλειες. Ρίξε τους μια ματιά. |
| have a look at [sth/sb] v expr | (examine, inspect) | ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ περίφρ |
| | | κοιτάω ρ μ |
| | Let the doctor have a look at your rash. |
| | Άφησε το γιατρό να ρίξει μια ματιά στο εξάνθημά σου. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: