• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations
  • English Usage

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
have a go v expr informal (try [sth])κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα, κάνω μια δοκιμή περίφρ
  δοκιμάζω ρ αμ
 I'd never been waterskiing before so I decided to have a go.
 Δεν έχω κάνει ποτέ πριν θαλάσσιο σκι, έτσι αποφάσισα να κάνω μια δοκιμή.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
have a go at [sb] v expr slang (attack verbally) (αργκό)τη λέω σε κπ, τα χώνω σε κπ έκφρ
  κατσαδιάζω ρ μ
 Elena had a go at her husband for being late.
have a go at [sth],
have a go at doing [sth]
v expr
informal (try)δοκιμάζω κτ ρ μ
  δοκιμάζω να κάνω κτ, αποπειρώμαι να κάνω κτ, προσπαθώ να κάνω κτ ρ μ
 Harry was having a go at solving the crossword puzzle.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'have a go' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση have a go στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «have a go».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!